Ξαφνικά ένιωσε πως θέλει να πεθάνει. Ένα τρεμούλιασμα της γης το ένιωσε μοναχα εκείνη σε μια γωνια του υπογειου. Ξαφνιασμένοι πολίτες τρέχανε πανικόβλητοι να σώσουν τις μάσκες τους από τις στάλες τις βροχής, που δάκρυα του ουρανού, απειλούσαν να τις ξεβάψουν.
Κράτησε πιο δυνατά την μονόφθαλμη γάτα της και κάτι της ψιθύρισε στο αυτή σε μια γλώσσα που μονο οι δυο τους γνώριζαν.
Κανεις δεν τις πρόσεχε έτσι κουρνιασμένες που ήταν στην γωνια τους και συνέχιζαν να κοιτάνε τις δουλειές τους. Κάποιοι να ελέγχουν στα καθρεφτάκια τους τις τειχών αλλοιώσεις των μασσών τους και οι άλλοι -που ίσως να ντρέπονταν για αυτές- ρίχνανε κλεφτες ματιές στα τζαμια του τρένου.
Το τρεμούλιασμα ήρθε για μια στιγμή ξανά λίγο πιο έντονο.
Χάιδεψε την γάτα της και την έσφιξε πιο δυνατά στην αγκαλιά της για να την ηρεμήσει από αυτό που μονο οι δυο τους ένιωθαν.
Τα τρένα περνούσαν... οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν, μα κανεις δεν τις πρόσεχαν. Σαν η σκιά γύρω τις να μεγάλωνε όλο και πιο πολύ και σιγά σιγά να την έπνιγε στο σκοτάδι της.
Ποσο ήθελε να ουρλιάξει μέσα στα πρόσωπα τους και να τους πει πως τους μισούσε που δεν την έβλεπαν, πως τους σιχαινόταν που την προσπερνούσαν, πως ήθελε να στήσει τον πιο τρελό χώρο πάνω στα κουφάρια τους.
Μα αντί αυτού κρινόταν όλο και πιο πολύ στην αγκαλιά της γώνιας της, χαϊδεύοντας την μονόφθαλμη γάτα της που είχε γεννηθεί την ίδια μέρα με εκείνη και επικοινωνούσαν σε μια άγνωστη για τους υπολοιπους γλώσσα. Τόσα χρονια σε αυτό το σημείο είδε ανθρώπους να αλλάζουν δέρμα σαν μάγοι και οι διχαλωτές τους γλώσσες να "παίζουν" καθώς ερχόντουσαν σε αναμεταξύ τους επαφή.
Τόσα χρονια σε εκείνη την γωνια είδε παιδιά να μεγαλώνουν και να γίνονται ίδιοι με αυτούς που τους φόβιζαν όταν ήταν ακόμη μικρά.
Σε αυτούς τους τρομακτικούς ενήλικες ήθελε να ουρλιάξει πιο δυνατά και να σταθεί μπροστά τους, να βγάλει το πετσί της και να το πετάξει στα ματια τους, μήπως μπορέσουν να δουν σωστά ξανά όπως παλιά.
Μα κάθε φορα που έκανε παρόμοιες σκέψεις χανόταν όλο και πιο πολύ στο σκοτάδι, μέχρι που μπορούσε να δει μονο μέσα από το μάτι της γάτα της, που γυάλιζε σαν διαμάντι.
Και η γη τρεμούλιασε ξανά και το βλέμμα της ήρθε αντιμέτωπο με αυτό ενός πεδίου που την κοιτούσε επίμονα από το βαγόνι.
Πρώτη φορα κάποιος την κοιτούσε.
Το τρεμούλιασμα έγινε πιο δυνατό και όχι στιγμιαίο.
Το παιδί συνέχιζε να την κοιτάει φτιάχνοντας με το χνότο του στο τζαμι ένα λουλούδι που με ένα φύσημα της το έστειλε πριν χαθεί στην σήραγγα χαμογελώντας της.
Κι ο κόσμος το είδε να πετάει προς το μέρος της.
Για πρώτη φορα την είδαν όλοι. Είχαν σηκώσει τις μάσκες τους και την κοιτούσαν "ελεύθεροι" και "γυμνοί".
Και το ρήγμα την κατάπιε κλείνοντας.
Και όλοι την ξέχασαν και συνέχισαν να κοιτάνε τις δουλειές τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου