Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Τα όνειρα της Κατερίνας [part one]

Ήταν ένα από εκείνα τα βραδια που πάντα τις λέγανε πως θα έρθει και θα την βρει όταν πια σταματήσει να τα ψάχνει.
Κάπου πέρα μακριά ένας νέος άντρας γρατζουνούσε μια κιθάρα ενώ διπλα της -σχεδόν, ένα ζευγάρι κοιμόταν κάτω από τα αστερια και ονειρευόταν ο καθένας μέλλον διαφορετικό, μα δεν τολμούσε να το ομολογήσει. Στάθηκε στα όνειρα τους και τα έπλεξε με τα αστερια, μέχρι που που πείρε ανάσα βαθιά και τα φύσηξε να πάνε μακριά, πέρα από του ουρανού τα χάδια.
Πέρασαν νύχτες και μέρες πολλές και τίποτα πέρα από το σκοτάδι και φως δεν είχε αντικρίσει, μέχρι που άκουσε ξανά την μουσική που γρατζουνούσε ο νέος στην κιθάρα του. Ήτανν έξω από το μονοπάτι και φοβόταν τόσο πολύ να βγει από αυτό. Λύκοι και κατσικοπόδαρες νεράιδες παραφυλούσαν πίσω από τις φυλλωσιές των δέντρων και των θάμνων κι έτσι ποτε το πόδι της δεν πάτησε στο δασος. Θυμάται παλιά -όταν ήταν ακόμη παιδάκι που η μητέρα της, της έδωσε ένα καλάθι φαγητό για τη γιαγιά της και της φόρεσε εκείνο το κόκκινο φουστάνι.
Δεν θα έβγαινε ποτε από το μονοπάτι, όμως το μικρό ελάφι που την κοιτούσε δεν είχε έρθει κοντά της αλλα είχε φύγει μακριά. Ήθελε τόσο πολύ να παίξει μαζί του. ’Aλλωστε δεν είχε προλάβει να παίξει σαν παιδί.
Έχουν περάσει χίλια χρονια από εκείνο το απόγευμα και ακόμη δεν μπορεί να θυμηθεί τι συνέβη μετά. Μονο πως ξάφνου βρέθηκε πάλι πίσω στο μονοπάτι αλλα ποτε δεν κατάφερε να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς της. Μονο περπατάει χωρίς να βγαίνει από αυτό και προσπαθεί να θυμηθεί. Να θυμηθεί γιατί βγήκε, πως γύρισε και γιατί ακόμη δεν είχε φτάσει. Μα το μονοπάτι πουθενά δεν οδηγεί κι ούτε κάπου τελειώνει. Ατέρμονη ευθεία με τα ρούχα της από τον καιρό να έχουν πέσει, μα πια δεν ντρέπεται για την γύμνια της, όπως παλιότερα. Γιατί έχει καλυφθεί από τα μακριά μαλλιά της τα οποια έχουν πλεχθεί με φύλλα και λουλούδια ενώ πίσω της μια ουρα από κλαδιά την ακολουθεί. Που μερικές φορες της δυσκολεύουν τον δρόμο όταν οι ρίζες των δέντρων τα τραβάνε -ίσως για να την οδηγήσουν στα έγκατα της γης.
Το μονο πια που θυμίζει εκείνη την παλιά εποχή είναι το καλάθι που κρατάει σφιχτά στο χέρι της. Ποτε δεν το άνοιξε να δει τι έχει, μονο το περιέφερε μαζί της.
Η μουσική ξάφνου δυνάμωσε, σαν ο νέος να ήταν διπλα της, μα πουθενά δεν τον έβλεπε.
Τρομαγμένη σήκωσε τα χερια της στο ύψος των ματιών της και είδε τις πληγές και τις ζάρες του κορμιού της και ντράπηκε πολύ. Ήταν τόσο άσχημη που αναρωτιόταν πως δεν μαραίνονταν γύρο της τα άνθη καθώς την αντίκριζαν.
Κοίταξε γύρω της αφουγκραζόμενη τους ηχους του δασους. Από κάπου κοντά ακουγόταν νερό να τρέχει. Θα έπρεπε να βγει από το μονοπάτι μα η ντροπή που ένιωθε για το σώμα της υπερνικούσε οποιον φόβο. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορα βγήκε από αυτό και άρχισε να τρέχει γρήγορα προς την καρδια του δασους. Την ακολούθησαν εκατοντάδες ζευγάρια ματια που μουρμούριζαν σε μια άγνωστη γλώσσα. Κοντοστάθηκε, νομίζοντας πως την καλούσαν αλλα κι αυτά σταμάτησαν για να αρχίσουν ξανά όταν θα άρχιζε πάλι να τρέχει.Φτάνοντας στην λίμνη, έπεσε στα γόνατα και κοίταξε με ματια κλειστά τον αντικατοπτρισμό της. Ήθελε να αγγίξει το δέρμα της μα ένιωθε το γρασίδι να της δένει τα χερια στο χώμα. Δειλά άνοιξε τα ματια της και σκύβοντας πιο πολύ προς το μέρος του νερού είδε πως πίσω της, γύρω της, διαφορα οντα του δασους παρακολουθούσαν κάθε της κίνηση. Ξαφνιασμένη γύρισε προς το μέρος τους, μα ήταν μονη της. Γύρισε ξανά προς την λίμνη και μια γοργόνα με αγκάθινα χερια την γράπωσε και την πείρε μαζί της στον βυθό. Καθώς βυθιζόταν στο σκοτάδι, προσπαθούσε να κρατηθεί από κάποιο φυτό ή ψάρι μα όλα παραμέριζαν στην όψη της γοργόνας.
Δευτερόλεπτα αργότερα δεν έβλεπε τίποτα και μονο με τα πόδια της συνέχιζε να προσπαθεί μήπως βρεθεί κάτι για να της ξεφύγει. Μέχρι που αντίκρισε μια ροζ-φούξια λάμψη να σπάει το σκοτάδι, στον δρόμο που πηγαίνανε. Τρομαγμένη σταμάτησε να αντιδρά στη μοίρα της και περίμενε να φτάσουν στο φως, να δει, να καταλάβει που βρίσκετε. Μα ξαφνικά η γοργόνα την χτύπησε δυνατά με την ουρα της και την άφησε αναίσθητη.
Όταν πια συνήλθε βρισκόταν δεμένη στην πλώρη ενός βυθισμένου καραβιού. Ήταν κάτω από το νερό και δεν είχε από που να αναπνεύσει.Σκεπτόμενη αυτό άρχισε να πανικοβάλλεται και κοίταγε επίμονα την γοργόνα που σκεκόταν απέναντι της. Εκείνη με μια γρηγορη κίνηση έμπηξε τα αγκάθινα δάχτυλα της στα πλευρά της και της έσκισε βράγχια όπως αυτά που έχουν τα ψαρια.
Σαστιμένη κοίταξε τα νέα της βράγχια και έκπληκτη αντίκρισε πως δεν υπήρχε στάλα αίμα ενώ ανέπνεε κανονικά. Ρώτησε την γοργόνα τι ήθελε από κείνη, μα δεν της απάντησε. Μονο γύρισε και με μια αστραπιαία κίνηση της ουράς της χάθηκε.
Όταν ξύπνησε βρισκόταν στο δωμάτιο της. Έβγαλε γρήγορα τη νυχτικιά της και είδε πως δεν είχε κανένα σημάδι.
Μονο που τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: