Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

Γάτες σουλατσάρουνε στα πόδια μου γδαρμένες

Θα ανάψω μια τεραστια φωτιά από τα πούπουλα που άφησαν πίσω τους, καθώς φύγαν για το παρθενικό τους ταξίδι, τα πουλια.
Μέσα θα πετάξω τα κόκαλα των ερωμένων που κράτησα στο ντουλάπι της κουζίνας ανάμεσα στον φούρνο που τις μαγείρεψα και το ψυγείο που τις κράτησα για πάντα.
Μήτε σεισμός, μήτε πλημμύρα θα σβήσουν την φωτιά που θα κάψει τα δάση των ονείρων μας.
Σύννεφα πυρακτωμένα και παγωμένοι ήλιοι θα μου κάνουν παρέα στο μακρινό μου διάβα.
Θα κλέψω σταφύλια στον ταξιδευτή να δώσω
ξερακιανές συγγνώμες που δεν ειπώθηκαν ποτε
μέσα σε φυλακες και αναμορφωτήρια,
πίσω από κάγκελα σε αναπηρικά καρότσια.
Να ζήσω μια καλύτερη μέρα και ύστερα να πεθάνω κι εγώ,
να φυλακιστώ, να μην ξαναβγώ.
Το ψέμα.
Την αλήθεια.
Το λάθος.
Το σωστό.
Τι είναι δεν ξέρω,
που πάω σε ποιο χωριο,
σε ποια πόλη θα ζήσω, σε άγνωστο νομο.
Τα λογικά τα έχω χάσει
μισος πια δεν σας κρατώ
μονο περνάω κι ξαναπερνάω μέρες ατέλειωτες
νύχτες φωτισμένες.
Αναίτιοι φόνοι, κραυγές παγωμένες
σπέρμα στην άμμο
ωάρια ξεραμένα
περίοδοι που πέρασαν κι άφησαν σταγόνες
θύμισες από θάλασσες, θύμισες από λίμνες.
Ακροβατούμε στην αγάπη
μηρυκάζουμε στο φως
θάνατος και σήψη σε κάθε μας εκατοστό.
Εύσημα πολεμου
χρονια λατρεμένα
φ
υλακες αναμορφωτήρια
μείζοντα γραφεία πολιτικών.
Γάτες σουλατσάρουνε στα πόδια μου γδαρμένες
κουτάβια που δεν άγγιξαν της μάνας το βυζί
κι ένα παιδί να συναλλάζετε
αβίαστα στα σοκάκια
νυχτερινά αξέχαστα, προσπάθειες καιρών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: