Θα πάψεις να πονάς για την αγάπη όταν αυτή σε κλουβί την κλήσεις
και στο πιο βαθύ και σκοτεινό μέρος της γης την φυλακίσεις.
Για χρόνια πάγοι χίλιοι, την ζεστασιά της θα σβήνουν
και ξωτικά θα την φυλάνε χορεύοντας ανίερους χορούς,
ζευγαρώνοντας με ράτσες ανόμοιες μεταξύ τους
γεννώντας παιδιά που δεν τα γνωρίζουν, δεν τα αγαπούν, δεν τα θέλουν
που τα θυσιάζουν με σπέρμα νεκρό
στο πιο ψηλό σημείο του κόσμου,
πιο κοντά στα σύννεφα να είναι
να ξεπλήνουν με δυνατή βροχή τις ντροπές και τις βρομιές τους.
Γυναίκες, αθώες πουτάνες,
η μάνα η αδερφή η φιλενάδα σου
με την περίοδο τους πλέκουν μεγάλες θηλιές
ελπίζοντας πως γρήγορα γύρω από τον λαιμό τους θα τις περάσουν τέλος να δώσουν,
να μη τις κοιτάνε, να μη τις αγγίζουν, να μη τις ποθεί πια κανείς.
Ποτέ δεν τις φοράνε.
Μα και αστέρια από τα υγρά των πληρωμένων ερώτων τους φτιάχνουν
και τα πετάνε ψηλά στον ουρανό μοιρολογόντας τα νεκρά δικά τους παιδιά,
εκλιπαρόντας για μια στιγμή να ξεχάσουν, να λησμονηθούν.
Μα ποτέ δεν ξεχνάνε.
Την αγάπη βαθιά την έχεις όμως κλείσει
μήτε πόνο, μήτε στοργή, μήτε μνήμες πια έχει
και μήτε κλαίει που την ξέχασες.
Ίσως κάποιες φορές από ένστικτο να προσπαθεί να φτάσει λίγο πιο ψηλά,
τον ήλιο ξανά να αντικρίσει και ας μη θυμάται ο ήλιος τι είναι.
Μα ποτέ δεν θα τον φτάσει.
Γιατί τα χρόνια πέρασαν τόσα πολλά και την νιότη σου την έχουν πάρει
και κάθε πια που κοιτάς, τον βυθό, τίποτα δεν υπάρχει.
Όλοι νεκροζώντανοι, μαζί τους και εσύ, σε δρόμους ίδιους περπατούν κάθε μέρα
δρομολόγιο γνωστό
δρομολόγιο ξανά και ξανά στα ίδια σημεία πατημένο.
Μέσα σου ελπίζεις για κάποιο χάδι,
μα την σκοτεινιά σου τίποτα πια δεν γαληνεύει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου