Τρίτη 1 Απριλίου 2008

...χτύποι...

«Άκουσα έναν χτύπο μέσα στο μυαλό μου, μα ήμουνα μικρός και δεν έδωσα πολύ σημασία.
Άκουσα κι άλλον έναν πιο μεγάλος, αλλά και πάλι δεν ασχολήθηκα.
Μέχρι που ήρθε και ο τρίτος.
Αδιαφόρησα.
Έστω στην αρχή...
Ασχολιόμουνα με άλλα ζητήματα. Ίσως πιο επιφανειακά, αλλά ήταν αυτά που η μαμά και ο μπαμπάς, μου λέγανε από μικρό.
Τότε που ακόμη κι αν δεν είχαμε χρήματα, 7 φορές τον χρόνο φοράγαμε τα καινούρια μας ρούχα και η μάνα μου έβγαζε το καλό σερβίτσιο για να ανοίξει το σπίτι στους συγγενείς μαγειρεύοντας ό,τι καλό η δικιά της μάνα –η γιαγιά μου, της έμαθε να φτιάχνει.
Ακόμη κι αν δεν είχαμε χρήματα για περιττά έξοδα, 7 φορές τον χρόνο η ίδια δουλειά.
Η μάνα μου να μαγειρεύει από βραδύς και ο γέρος μου καθισμένος στο σαλόνι να της λέει πως τα έξοδα ήταν πολλά και καλύτερα να μην κανόνιζε εκείνη την γιορτή.
‘‘Στον πούτσο μου και οι συγγενείς σου’’ τον θυμάμαι να λέει, από μικρός... αλλά ήξερα... δεν ήθελε οι δικοί του συγγενείς να πούνε τίποτα κακό για εκείνον.
Θυμάμαι τον χτύπο στο μυαλό μου.
Τον πρώτο χτύπο.
Σαν σήμερα... σαν να γίνεται τώρα. Ένα ανεπαίσθητο, σχεδόν, ‘τακ’.
Ένας ήχος που μόνο εγώ τον άκουγα...
Κανείς άλλος δεν το ακούει, αλλά εγώ έχασα μια ολόκληρη εξεταστική εξαιτίας του.
Χα. Εξεταστική...
Αλλά ας τα πάρουμε καλύτερα από την αρχή...
Το μικρότερο παιδί από 3 αδέρφια.
Η μάνα μου γελούσε και έλεγε πως δεν ήθελα να βγω. Ώρες ολόκληρες να πονάει, μα εγώ να μην βγαίνω.
Τώρα πια, βέβαια, ξέρω το γιατί.
Σε κάθε από τα τραπέζια που σας ανέφερα η ίδια κουβέντα... η ίδια κουβέντα και οι ίδιες ευχές.
‘‘Να σπουδάσετε και να γίνεται χρήσιμοι άνθρωποι για την κοινωνία’’. Όχι καλοί. Απλά χρήσιμοι.
Τότε ήταν που άκουσα αυτόν τον ανεπαίσθητο πρώτο χτύπο.
Μα δεν μίλησα.. απλά κοίταξα γύρω μου για να επιβεβαιώσω πως κανείς δεν τον είχε ακούσει. Τότε πείστηκα πως δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά μόνο η φαντασία μου... ή στην χειρότερη ένα κομμάτι του εγκεφάλου μου που είχε αποκοπεί.
Μα ποιο κομμάτι θα μπορούσε να είναι αυτό?
Ο νωτιαίος μυελός τι κάνει? Ποτέ δεν έμαθα, αλλά θυμάμαι να τον συζητάνε.... τέλος πάντων, να μην πολυλογώ καλύτερα.
Πέρασαν περίπου 10 χρόνια.
Σχεδόν 70 πανομοιότυπα τραπέζια... μέχρι που οι ευχές άλλαξα.
Ξαφνικά?
Όχι.
Είχαμε μπει πια και τα τρία αδέρφια στα πανεπιστήμια που η μαμά και ο μπαμπάς μας πιπίλιζαν τα αυτιά από μικρά να μπούμε και τώρα πια ήταν σίγουρο πως θα γινόμασταν χρήσιμοι στην κοινωνία.
‘‘Να τελειώσεις με το καλό και να βρεις ένα άξιο παιδί να τον παντρευτείς και να κάνετε πολλά παιδιά και να έχει και μια καλή δουλειά.’’ λέγανε στην μεγαλύτερη αδερφή μου.
‘‘Να τελειώσετε το στρατιωτικό σας και όταν πια με το καλό τακτοποιηθείτε σε κάποια δουλειά να βρείτε μια καλή κοπέλα και να την παντρευτείτε και να κάνετε πολλά παιδιά’’, λέγανε στον αδερφό μου και σε μένα.
Μα εγώ δεν ήθελα να βρω κάποια καλή κοπέλα.
Όχι γιατί ήθελα κάποιο καλό αγόρι... απλά δεν ήθελα να είναι ‘καλή’.
Τότε άκουσα τον χτύπο για δεύτερη φορά.
Όμως και τότε δεν έδωσα σημασία.
Δεν φταίγανε οι γονείς και οι συγγενείς.. δεν έφταιγα εγώ που δεν ήθελα ένα ‘καλό’ κορίτσι.
Έφταιγε μάλλον ένα ακόμη κομμάτι του εγκεφάλου μου που έπεσε και δεν σηκώθηκε ξανά.
Η αδερφή μου με το που τέλειωσε και πείρε το πτυχίο της, αριστούχος, έκανε έναν καλό γάμο.
Γόνος ευκατάστατης οικογένειας. Μορφωμένος κι αυτός. Όμορφος. Με καλούς τρόπους.
Γιατί σπούδασες, ρε αδερφή?... ήθελα να την ρωτήσω, αλλά δεν το έκανα, φοβούμενος την απάντησή της. Ή φοβούμενος πως θα καταλάβαινε πως κάτι με την ζωή της είχε πάει στραβά και τα παράταγε όλα και έφευγε φορώντας το νυφικό, όπως βλέπουμε να γίνεται στις ταινίες.
Και ήρθε η ώρα για τον στρατό.
Δεν είχα τελειώσει τις σπουδές.
Πείρα και άλλη αναβολή.
Γιατί όμως δεν τέλειωνα?
Οι γονείς άρχισαν να ανησυχούν. Οι συγγενείς συζητούσαν για μένα. Οι γονείς ανησυχούσαν ακόμη πιο πολύ.
Ο αδερφός μου είδη περίμενε να πάρει το απολυτήριο και από τον στρατό.
Και μετά θα ερχόταν το γραφείο στο κέντρο.
Έτοιμο.
Επιπλωμένο.
Καθαροί βαμμένοι τοίχοι.
Πίνακες πάνω σε αυτούς.
Πότε θα ξεχρέωναν το δάνειο που πήραν για να το επιπλώσουν?
Θα ζούσαν μέχρι τότε?
Και ενώ έκανα τις σκέψεις αυτές –όχι, κανένα κομμάτι δεν έπεσε- η μάνα μου πέθανε.
Τους άκουσα να λένε πως πήγε με τον καημό που δεν είχα τελειώσει.
Και για αυτό τέλειωσα.
Πείρα κι εγώ το πτυχίο μου, μα κανείς δεν ήταν εκεί για να γιορτάσει.
Η αδερφή μου λεχώνα, ο αδερφός μου να δουλεύει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ και ο πατέρα μου με όρεξη καμία για τίποτα.
Οι συμφοιτητές μου χαμογελούσαν στους δικούς τους με το χαρτί στα χέρια.
Εγώ χαμογέλασα σε ένα κορίτσι.
Σίγουρα δεν ήταν ‘καλό’ κορίτσι.
Φορούσε σκισμένο τζιν και μοβ allstarάκια. Από τον λαιμό της κρεμόντουσαν κρεμαστά ενώ κάποιες τούφες από τα κόκκινα μαλλιά της, είχαν κοτσίδες και μέσα από αυτές ξεπετάγονταν ινδιάνικα φτερά.
Μου χαμογέλασε και αυτή, με τα χείλη της γεμάτα από piercing.
Ήταν μόνο 15 χρονών, μα ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει.
Χα! Ποια καρδιά...?! ας το πω ευγενικά, έστω: «ένιωθα το παντελόνι μου να φουσκώνει».
Ήταν η αδερφή ενός συμφοιτητή μου.
Ενός κόπανου, συμφοιτητή μου.
Της συστήθηκα ενώ εκείνη αρκέστηκε σε ένα απλό ‘γεια’ ενώ λίγη ώρα μετά βρέθηκα να την αγγίζω σε μια γωνία του πανεπιστημίου. Έσκυψε να μου πάρει πίπα και ξαφνικά ντράπηκα. Ήταν ο αδερφός της... ήταν κόπανος, αλλά δεν θα ήθελα να μας δει. Ήταν και οι γονείς της...
Δεν πρόλαβα να της πω τίποτα και τα είπε όλα εκείνη.
Δυο ώρες αργότερα την περίμενα στο δωμάτιό μου.
Αγχωμένος...
Σχεδόν έτρεμα...
Ήμουν άλλωστε 28 και αυτή 15.
Αλλά τόσο επικίνδυνα όμορφη.
Μπήκε μέσα στο δωμάτιό μου, χαιρετώντας με άνεση τον πατέρα μου και αφού του έφερε ένα ποτήρι με νερό όπως της ζήτησε,κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο μου. Μπροστά του στεκόταν ντροπαλή με το κεφάλι να κοιτάει χαμηλά, μα όταν κλείσαμε την πόρτα άλλαξε.
Έβγαλε τα ρούχα της και γονάτισε μπροστά μου.
Τον πείρε στο στόμα της και αμέσως έχυσα.
Πρώτη φορά.
Η πρώτη μου φορά.
Το είχε καταλάβει πως ήμουν παρθένος από την πρώτη στιγμή και για αυτό είχε πάρει το παιχνίδι πάνω της.
Τα κατάπιε όλα και συνέχισε.
‘‘Πως...?’’ κόμπιασα και εκείνη μου απάντησε με περισσή ειλικρίνεια και κυνικότητα: ‘‘Μου τα έχει μάθει όλα ο Στράτος’’.
Στράτος.
Ο συμφοιτητής μου.
Ο αδερφός της.
Στιγμιαία με κοίταξε στα μάτια, έτσι γονατισμένη που ήταν ανάμεσα στα πόδια μου, σαν μικρό παιδί.
Όπως θα κοίταγε και τον αδερφό της, όταν της μάθαινε τον κόσμο των μεγάλων.
Μα ήταν στιγμιαίο. Ύστερα άλλαξε και πείρε εκείνο το βλέμμα ξανά που με κοίταγε και έκανε τα γόνατά μου να σπάνε.
Ήταν 15 και εγώ 28.
Ήμουνα παρθένος και εκείνης της τα είχε μάθει όλα ο αδερφός της.
‘‘Ας δούμε αν ήσουν καλή μαθήτρια τότε’’ της αποκρίθηκα και την πείρα από πίσω.
Έχουν περάσει περίπου 24 ώρες από τότε.
Η μικρή έφυγε χωρίς καν να την κοιτάξω.
Μετά το σεξ κοιμήθηκα χωρίς να με νοιάζει.
Μα με ξύπνησε εκείνος ο ανεπαίσθητος χτύπος στο μυαλό μου... αυτός που μόνο εγώ ακούω. Μα δεν ήταν ο τρίτος και τελευταίος.
Δεν σταμάτησε να χτυπάει ούτε στιγμή, από την ώρα που ξύπνησα και όλο δυναμώνει.
Μάλλον δεν θα σταματήσει ποτέ.
Ας δούμε τότε, τι μου έμαθε η μάνα μου
Ήχος ασφάλειας όπλου.
Πυροβολισμός.
Τέλος.

5 σχόλια:

filosofos είπε...

:).....αυτο φανταζομαι το εγραψες σε στιγμες κοινωνικης απογοητευσης..

::ladykiller:: είπε...

auto vasika to egrapsa istera apo 5 xronia pou ixa na grapsw to otidipote.

terry είπε...

‘‘Να σπουδάσετε και να γίνετε χρήσιμοι άνθρωποι για την κοινωνία’’.
‘‘Να τελειώσεις με το καλό και να βρεις ένα άξιο παιδί να τον παντρευτείς και να κάνετε πολλά παιδιά και να έχει και μια καλή δουλειά.’’

είναι οι δύο φράσεις που ακούω καθημερινά από τους γονείς μου σ' αυτή τη φάση και κυρίως από τη μητέρα μου και βάζω στίχοιμα ότι κάθε μαθητής όταν δίνει πανελλήνιες ακούει τα ίδια, μόνο που εγώ δεν τα δέχομαι γιατί κανείς δε με ρώτησε ποτέ αν θέλω να σπουδάσω, τι θέλω να σπουδάσω, τι θέλω να κάνω στη ζωή μου γενικότερα και επίσης κανείς δε με ρώτησε αν θέλω οικογένεια, αν μου αρέσει η ιδέα, αν θέλω ένα καλό παιδί ή μια καλή κοπέλα.. βλέπω ότι η άποψή μας μέσα στο σύνολο που λέγεται οικογένεια ποτέ δεν έχει σημασία γιατί κάποιοι άλλοι κρατάνε τα ηνία και αν αναλογιστώ και απορήσω τι μου έμαθε εμένα η μάνα μου δεν θα απέχω πολύ από αυτό που περιέγραψες στο κείμενό σου.. μόνο αυτό πιστεύω ότι δείχνει τη νοσηρότητα του θεσμού της οικογένειας και κατ' επέκταση της κοινωνίας της ίδιας..
αν η ζωή μας είναι πραγματικά δική μας γιατί να πρέπει να κινείται γύρω από τον άξονα που θέτουν οι γονείς μας και γιατί οι απόψεις και οι ιδέες μας να μην ακούγονται αλλά πάντα να χτυπάνε σε έναν τοίχο ?

::ladykiller:: είπε...

κοίτα, κατ' αρχάς το κείμενο είναι ακραίο σαν ιστορία. Και από την πλευρά της οικογένειας, με την καταπίεση, αλλά και από την πλευρά του παιδιού που ποτέ δεν αντέδρασε και όταν κάποια στιγμή το έκανε ήταν τόσο σπασμωδικές οι κινήσεις του που τον τρόμαξαν και τον ίδιο για αυτό έδωσε και το τέλος που έδωσε. Όμως ήταν και ο φόβος της ευθύνης των πράξεων του, που έπρεπε να πάρει απέναντι στους τρίτους αλλά βασικά απέναντι στον εαυτό του τον ίδιο.

Που θέλω να καταλήξω...
Οι άνθρωποι που μας γέννησαν ή μας μεγάλωσαν έχουν έναν χαρακτήρα, κάποια "πιστεύω", κάποια δικά τους βιώματα. Τίποτα από αυτά δεν θα αλλάξουν επειδή εμείς -τα παιδιά- μεγαλώνουμε και αλλάζουμε. Ίσως να μαλακώσουν λίγο αλλά δεν θα αλλάξουν. Το ενδιαφέρον θα υπάρχει πάντα -μιλώντας για νορμάλ καταστάσεις- και η αγάπη θα υπάρχει αλλά κάποιες φορές δεν είναι αρκετά αυτά.
Κάποιες φορές από την άλλη και εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να αντιληφθούμε πως αυτό που μας λένε οι άλλοι είναι τελικά σωστό.

Τέλος πάντων για να το κλείσω με κάποιον τρόπο (και επειδή δεν είμαι καλή αλλά ούτε είμαι υπέρ των συμβουλών κλπ) το θέμα είναι να αναγνωρίζεις τα όρια της ζωής και να μη τα ξεπερνάς ποτέ. Μόνο τότε ο κάθε άνθρωπος είναι σε θέση να κάνει αυτό που θέλει ακόμα κ αν οι γονείς/οικογένεια λέει το αντίθετο.

Τέλος πάντων [part II] είσαι μικρή και έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου να κάνεις μαλακίες, να φας τα μούτρα σου και να μάθεις από αυτά. :)

terry είπε...

μα έχω την εντύπωση ότι η οικογένεια σχεδόν ποτέ δεν είναι υπέρ.. και δεν ξέρω αν θα μαλακώσει κιόλας.
γενικά οι καταστάσεις που βιώνεις ως παιδί σε ακολουθούν για πάντα και ποτέ δεν αλλάζουν αυτά που ένιωσες μέσα σου όταν τις έζησες..
είναι να γίνει η κακή αρχή, μετά όλα συνεχίζουν με τον ίδιο ρυθμό.
υπάρχουν πολλών ειδών οικογένειες και σπάνια αποδεχόμαστε ότι μεγαλώσαμε σε ένα ωραίο περιβάλλον συγκριτικά με κάποιο άλλο..