Κάθε βραδυ έρχονται εφιάλτες που να ξυπνήσεις δεν sαφήνουν
και σε κρατάνε βαθιά στην πιο βρομερή τρυπα του μυαλού σου
να μη μιλάς, να μη κλαις, να μη σ' αφήνουν να φοβάσαι.
Κλείνεσαι μέσα πιο βαθιά στο κρύο ανίερο σκοτάδι
και σου λένε πως πρέπει να ζεσταθείς για να ζήσεις να σε αφήσουν
κι αφού να πεθάνεις θέλεις σου δίνουν χρόνους 100 να έχεις
σε μια κωλοζωη που σαπίζει όλο πιο πολύ μα μονο εσύ μυρίζεις όπως τα λουλούδια παλιά.
Θες κρυμμένος με το καταραμένο σου άρωμα να σε τριγυρίζει
μα σε αφήνουν έξω στον δρόμο με αλυσίδες καρφωμένες στην γη
ανδρείκελα χοντρά και λεπτά, κοντά και ψιλά, άσχημα και τρομακτικά γλείφουν άρωμα από το κορμί σου και άρωμα κι άλλο σου αφήνουν.
Μιλα, μιλα, μιλα πιο πολύ
ακόμη πιο πολύ. Ακόμη και αν να μιλάς δεν ξέρεις, δεν θέλεις, φοβάσαι.
Και μια έκθεση που για σένα έχει στηθεί
με πίνακες μαύρους και πολύχρωμους σκοτεινούς από τη ζωή σουπου πρέπει να αναλύεις
σε ρομπότ που σε κοιτάνε στα ματια περίεργοι, γιατροί, νοσοκόμες που κρατάνε ενέσεις να σε κρατήσουν στο όνειρο και σήμερα προσπαθώντας να κλέψουν κάθε μνήμη
από αυτές που χρονια χίλια προσπαθείς να ξεχάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου