Πάρε με στην αγκαλιά σου και κράτησέ με σφιχτά
τώρα που φεύγω, θέλω στα χέρια σου να φύγω
μήπως το ταξίδι, με λιγότερο πόνο αρχίσει.
Ακούς την πόρτα του θυρωρείου που χτυπά;
Ήρθαν δυο ανδρείκελα να μου πούνε πως ανοιχτή για μένα την έχουν αφήσει.
Πως πέρασε ο καιρός...
Πως ήρθε ο καιρός...
Αστέρινη σκάλα, λένε, θα με οδηγήσει στο σύννεφο το πιο ψηλό
μα να πάω, δεν με ρώτησαν αν θέλω.
Για αυτό σου λέω κράτα με σφιχτά
μήπως και οι φίλοι που πρώτοι φύγανε, με πάρουν κάτω μαζί τους.
Εκεί να βρω τους ποιητές της εφηβείας μου που δεν τέλειωσε ποτέ
καθώς και αυτούς που με τα τραγούδια τους με συντροφεύουν στα μεγάλα ταξίδια με το λεωφορείο.
Μα μπορεί κρυμμένος κάπου εκεί να είναι και ο «δημιουργός»
ντροπιασμένος, ξεχασμένος πια από τα «παιδιά» του,
ντυμένος αντί με ρούχα, με βρισιές και κατάρες από γιαγιάδες που να τις πάρει μαζί του δεν τόλμησε.
Να τους βλέπεις;
Ήρθαν ξανά να μου πουν πως δεν προλαβαίνω
για αυτό σου λέω σφίξε με δυνατά, να μη με πάρουν με τη βία μαζί τους
γιατί άκουσα πως στον ουρανό κανείς πια δεν κατοικεί
και ψιθυρίζουν οι άγγελοι μεταξύ τους πως να ξεπέσουν δεν ξέρουν τον τρόπο
πως έπρεπε τους άλλους τότε να ακολουθήσουν
για να σταματήσουν να σέρνουν αντί για σιδερένιες μπάλες, μεγάλα λευκά φτερά.
Κοίτα φύγανε.
Σε λίγο θα έρθουν οι φίλοι μας
αν θέλεις έλα μαζί μου και εσύ.
Κράτησα μια σφαίρα στην θαλάμη που χάραξα το όνομά σου, το γλυκό, το αγαπημένο.
Το όνομα που κράτησα στα χείλη μου όλα αυτά τα χρόνια που σε περίμενα από τον ουρανό που πήγες να γυρίσεις.
τώρα που φεύγω, θέλω στα χέρια σου να φύγω
μήπως το ταξίδι, με λιγότερο πόνο αρχίσει.
Ακούς την πόρτα του θυρωρείου που χτυπά;
Ήρθαν δυο ανδρείκελα να μου πούνε πως ανοιχτή για μένα την έχουν αφήσει.
Πως πέρασε ο καιρός...
Πως ήρθε ο καιρός...
Αστέρινη σκάλα, λένε, θα με οδηγήσει στο σύννεφο το πιο ψηλό
μα να πάω, δεν με ρώτησαν αν θέλω.
Για αυτό σου λέω κράτα με σφιχτά
μήπως και οι φίλοι που πρώτοι φύγανε, με πάρουν κάτω μαζί τους.
Εκεί να βρω τους ποιητές της εφηβείας μου που δεν τέλειωσε ποτέ
καθώς και αυτούς που με τα τραγούδια τους με συντροφεύουν στα μεγάλα ταξίδια με το λεωφορείο.
Μα μπορεί κρυμμένος κάπου εκεί να είναι και ο «δημιουργός»
ντροπιασμένος, ξεχασμένος πια από τα «παιδιά» του,
ντυμένος αντί με ρούχα, με βρισιές και κατάρες από γιαγιάδες που να τις πάρει μαζί του δεν τόλμησε.
Να τους βλέπεις;
Ήρθαν ξανά να μου πουν πως δεν προλαβαίνω
για αυτό σου λέω σφίξε με δυνατά, να μη με πάρουν με τη βία μαζί τους
γιατί άκουσα πως στον ουρανό κανείς πια δεν κατοικεί
και ψιθυρίζουν οι άγγελοι μεταξύ τους πως να ξεπέσουν δεν ξέρουν τον τρόπο
πως έπρεπε τους άλλους τότε να ακολουθήσουν
για να σταματήσουν να σέρνουν αντί για σιδερένιες μπάλες, μεγάλα λευκά φτερά.
Κοίτα φύγανε.
Σε λίγο θα έρθουν οι φίλοι μας
αν θέλεις έλα μαζί μου και εσύ.
Κράτησα μια σφαίρα στην θαλάμη που χάραξα το όνομά σου, το γλυκό, το αγαπημένο.
Το όνομα που κράτησα στα χείλη μου όλα αυτά τα χρόνια που σε περίμενα από τον ουρανό που πήγες να γυρίσεις.
*photo by mr-april
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου