«Τώρα τι θα κάνω;» αναρωτήθηκε μόλις πήρε στα χέρια της το χαρτί με την ληξιαρχική πράξη θανάτου της. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχε σκεφτεί, δεν το είχε καλά-καλά συνειδητοποιήσει. Αλλά τώρα της το δίνανε γραμμένο, με ημερομηνία, ώρα, σφραγίδες και υπογραφές. Τώρα ήξερε πως τίποτα δεν θα είναι όπως ήτανε μέχρι πριν 4 μέρες.
Πριν 4 μέρες.
Τότε που την βρήκε στο δωμάτιό της με μια σφαίρα φυτεμένη στο κεφάλι της. Με τα μυαλά της κομμάτια κρέας κολλημένα στον τοίχο, στα ματωμένα μαλλιά της, στο πανάκριβο χαλί τους. Το λευκό χαλί που είχε διαλέξει εκείνη σε ένα ταξίδι τους που είχαν κάνει καλοκαίρι σε ένα νησί. «Μα να φέρουμε από νησί καλοκαιριάτικα χαλί;» της είχε πει αλλά εκείνη επέμενε. «Μου μίλησε, με κοίταξε, με φώναξε» της είπε όπως πάντα της έλεγε όταν κάτι το ήθελε πολύ, όταν αυτό το κάτι το έκανε δικό της με όποιο κόστος. Κάπως έτσι είχαν πάρει και τον σκύλο τους από την μέση του δρόμου όταν ακόμα ήταν κουτάβι. Κάπως έτσι της είπε όταν της μίλησε πρώτη φορά σε μια στάση λεωφορείου. «Δεν το κατάλαβες, αλλά μου μίλησες, με κοίταξες, με φώναξες» της είπε και χαμογέλασε. Και εκείνη χαμογέλασε με αυτά τα λόγια και ενέδωσε στο πιο περίεργο φλερτ που της είχανε κάνει. Στο πρώτο φλερτ που της είχε κάνει γυναίκα. Και τώρα αυτό το λευκό χαλί που τόσο πολύ πρόσεχε 3,5 χρόνια τώρα είχε λερωθεί με το αίμα και τα κομμάτια του εγκεφάλου της. Του εγκεφάλου. Ήταν πολύ έξυπνη για να αυτοκτονήσει. Όχι, όχι. Η αυτοκτονία δεν έχει να κάνει με την νοημοσύνη. Μάλλον ήταν δυστυχισμένη, σκέφτηκε. Ίσως μέσα της... «Δεν μου το είπε ποτέ. Δεν με άφησε να το καταλάβω ούτε μια στιγμή». Τώρα στην κηδεία της θα μαζευτούν όλοι και θα λένε πόσο ευτυχισμένη φαινότανε. Επιφανειακή χαρά. Τι να τα κάνει αυτά τα χαρούμενα χρόνια που έχει στην μνήμη της αν δεν μπορεί να τα μοιραστεί μαζί της; Να μοιραστεί τις αστείες στιγμές, τις αναμνήσεις από τα ταξίδια; «Σε ποιον θα λέω τώρα ό,τι θυμάμαι;». Σε εκείνη τα έλεγε όλα. Ό,τι θυμότανε, όποτε το θυμότανε. Για αυτό την αγαπούσε. Την έκανε να γελάει που ξαφνικά τιναζόταν και της έλεγε γελώντας δυνατά «Θυμάσαι τότε που μας έσκασε το λάστιχο μεσ’ στην καταιγίδα;» και γέλαγε και εκείνη μαζί της. Όχι γιατί της φαινόταν αστείο πια, αλλά γιατί την έκανε χαρούμενη με το γέλιο της. Τώρα για ποιον θα γελάει; Και όλοι αυτοί που θα μαζευτούν. «Δεν θέλω να τους δω» είπε στον παιδικό της φίλο της. «Θέλω στην κηδεία να είμαστε μόνο εγώ και εκείνη». «Δεν γίνεται καλή μου. Δεν γίνεται να πεις στους φίλους της να μην την αποχαιρετήσουν. Όχι, δυστηχώς» της είπε και την αγκάλιασε σφιχτά, για να την κρατήσει έτσι μέχρι που σταμάτησε να κλαίει.
Στην κηδεία δεν πήγε ποτέ, ούτε τον τάφο ποτέ επισκέφθηκε. Δεν ήθελε να την αποχαιρετήσει, ήθελε πάντα να πιστεύει πως θα γυρίσει πίσω για εκείνη. Να την αγκαλιάσει όπως παλιά, να γελάσει με τα αστεία της. Ίσως να της έλεγε γιατί ήταν στεναχωρημένη και έφυγε εκείνη την μέρα. Ίσως να της έλεγε τον λόγο.
Μέρες, νύχτες, βδομάδες, μήνες περίμενε να γυρίσει.
Μέρες, νύχτες, βδομάδες, μήνες ξάπλωνε εκεί που ο λεκές από το αίμα και τα μυαλά της είχαν ποτίσει το ξύλο. Το φιλούσε, το χάιδευε εκείνο το σημείο και ένιωθε σαν να φιλούσε και να χάιδευε εκείνη. Ήταν άλλωστε ένα κομμάτι από αυτή που αγαπούσε.
Από την δουλειά της είχε πάρει άδεια άνευ αποδοχών και δεν το σκεφτόταν καν να πάει στο επόμενο διάστημα και από όλους τους φίλους και τους συγγενείς της είχε απομακρυνθεί. Δεν μίλαγε σε κανέναν, δεν σήκωνε το τηλέφωνο, δεν άνοιγε την πόρτα όταν ερχόντουσαν γεμάτοι αγονία να την δουν, να δουν τι κάνει, να δουν πως ζει. Και μόνο ο φίλος της ο καλός που τον γνώριζε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της έμπαινε στο σπίτι της με τα κλειδιά που του είχε δώσει παλιότερα και της έκανε παρέα ακόμα και αν φαινομενικά έδειχνε πως δεν την ήθελε. Τακτοποιούσε λίγο τα άδεια μπουκάλια και τα δεκάδες τασάκια που ήταν ξεχειλισμένα από τα αποτσίγαρά της.
Ένα βράδυ ξύπνησε μέσα από όνειρο που την είδε πως ήταν μαζί της ξανά.
Μόνο στα όνειρα μπορούσε να την έχει μα και αυτά την παίρνανε πίσω ξανά, πίσω στον κόσμο των νεκρών πέρα μακριά από το ξύπνημα και την πραγματική ζωή. «Ω, όνειρα γλυκά κρατήστε λίγο παραπάνω» έγραφε στο ημερολόγιό της και δάκρυα γέμιζαν τα μάτια της που κάθε ξύπνημα της ήταν ένας ακόμα αποχωρισμός, ένας ακόμα θάνατος. «Κρατήστε την λίγο ακόμα μαζί μου και εγώ θα σας αφιερωθώ όπως μου το ζητήσετε, ό,τι και αν είναι αυτό, ακόμα και αν το τίμημα είναι ο καθημερινός μου πόνος. Μόνο τον πόνο του αποχωρισμού δεν αντέχω. Μόνο τον πόνο να μην την έχω δίπλα μου όταν ξυπνάω» συνέχιζε να γράφει. Έκανε τα πάντα να κοιμάται πιο πολλές ώρες, να μην ξυπνάει. Έπινε τόσο πολύ αλκοόλ που είχε φτάσει να κοιμάται 24ωρα ολόκληρα, μα δεν την ένοιαζε γιατί ήταν μαζί της. Για λίγο δοκίμασε και υπνωτικά χάπια. Μια παλιά της φίλη που είχε δει στον δρόμο της είχε δώσει μερικά για να την βοηθήσουν να ηρεμήσει. Όμως όταν τα έπαιρνε δεν μπορούσε να την ονειρευτεί, δεν μπορούσε να την έχει και αυτός ήταν ο λόγος που ύστερα από δύο δοκιμές τα σταμάτησε αμέσως.
Μα ένα μεσημέρι που ξύπνησε την είδε να κάθετε δίπλα της και να χαϊδεύει τον λεκέ με το ποτισμένο αίμα στο ξύλινο πάτωμα. Την κοίταγε χωρίς να μιλάει. Φοβόταν πως αν το έκανε θα διαλυόταν από τα ηχητικά κύματα που θα δημιουργούσε η φωνή της. Κάθισε έτσι και την κοιτούσε, την περιεργαζόταν, ήθελε να την αγγίξει μα φοβόταν.
«Ήρθα» της είπε κάποια στιγμή με φωνή τρυφερή μα αδύναμη συγχρόνως. «Ήρθα γιατί μου έλειψες. Ήρθα να σου πω πως έκανα λάθος που σε άφησα και θέλω να γυρίσω πάλι πίσω σε σένα» συνέχισε και έφερε το αέρινο χέρι της στο μάγουλό της. Το άγγιγμά της ήταν παγωμένο μα συνάμα ήταν και τόσο ποθητό. Το άγγιγμα που ένα χρόνο τώρα αποζητούσε το είχε ξανά. Χωρίς να μιλάει έκανε να το ανταποδώσει, μα άνοιξε η πόρτα και όλα χάθηκαν. Έκλαιγε, ούρλιαζε από τον νέο πόνο και χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε αστραπιαία προς το μέρος του καλού της παιδικού της φίλου και άρχισε να τον χτυπάει με τα χέρια της λυσσασμένα. Εμβρόντητος εκείνος κατάφερε ύστερα από ώρα να την ηρεμήσει και να την βάλει να καθίσει σε μια καρέκλα. Την ρωτούσε τι είχε συμβεί μα εκείνη μόνο του έλεγε μέσα από λυγμούς και κλάματα πως την είχε πάρει πάλι μακριά της. Πως τα είχε καταστρέψει όλα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήθελε να του πει και της ζήταγε... την παρακαλούσε να ηρεμήσει. Μα εκείνη έκλαιγε και έκλαιγε και έκλαιγε χωρίς να μπορεί να μιλήσει άλλο. Ήθελε να του εξηγήσει μα οι λέξεις πνίγονταν στους λιγμούς της. «Δεν θα αντέξεις άλλο έτσι» της είπε και την κράτησε αγκαλιά και εκείνη αποκοιμήθηκε από την ψυχική κούραση των δακρύων της.
Όταν ξύπνησε η αγαπημένη της είχε γυρίσει ξανά και στα χέρια της κρατούσε το σημείωμα του φίλου της που της έγραφε πως έπρεπε να φύγει για κάτι ανειλημμένες υποχρεώσεις που είχε. Της έγραφε πως την αγαπούσε και πως ήθελε να την δει χαρούμενη ξανά. Της έγραφε πως θα έκανε ότι του ζητούσε. «Μείνε, σε παρακαλώ...» της είπε χαμηλόφωνα «... μη φύγεις ποτέ ξανά, δεν θα το αντέξω» συνέχισε. Η Κατερίνα της χαμογέλασε και την χάιδεψε ξανά. Έπλεξε τα μακριά όμορφα δάχτυλά της στα μαλλιά της και της χάρισε ξανά ένα γλυκό χαμόγελο. «Δεν θα φύγω» της ψιθύρισε κοντά στο αυτί «... θα μείνουμε για πάντα μαζί, εδώ στην τρέλα. Στην γλυκιά τρέλα που με κρατάει κοντά σου. Έκανα λάθος που έφυγα, για αυτό πάρ’το. Πάρ’το και έλα μαζί μου γιατί να γυρίσω πίσω δεν μπορώ. Μόνο μια σφαίρα. Μια σφαίρα μακριά μου είσαι και ο γυάλινος τοίχος που μας χωρίζει θα διαλυθεί για πάντα. Να εδώ, όπως εγώ έτσι και εσύ. Μόνο μια σφαίρα και θα είμαστε για πάντα μαζί. Μαζί θα περιπλανόμαστε στον κόσμο αυτό. Οι μέρες θα περνάνε, οι μήνες θα περνάνε, τα χρόνια θα περνάνε μα εμείς θα ήμαστε μαζί, όμορφες, αγαπημένες, ερωμένες του θανάτου για πάντα» η πληγή στο κεφάλι της άρχισε να ξερνάει αίμα και η μυρωδιά καμένου δέρματος γέμισε η ατμόσφαιρα και ύστερα, ο εκκωφαντικός κρότος του όπλου.
Σιωπή.
Την βρήκε ο φίλος της το επόμενο πρωί ξαπλωμένη εκεί που ξάπλωνε τόσους μήνες με το αίμα και τα μυαλά της να έχουν γεμίσει τον τοίχο πίσω της.
Για πάντα μαζί...
... μα μετά τον θάνατο ζωή δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου