Διψασμένοι κι άεργοι περιπλανώμενοι τυφλοί
δράπτουν μεσ’ από τα σύννεφα, λίγη από την μελωδία
των νυχτόβιων πουλιών με φωνή γερόντων.
Περπατητές της γης σε μέρη βαλτομένα
από στάλες, όνειρα, χοντρές γεννημένες μεσ’ στις στέπες
αζήτητα μωρά πεθαίνουν κάθε μέρα
φορώντας μακριά κασκόλ που καλύπτουν την φοβέρα.
Περιτομές σε όργανα που χάθηκαν στην αγάπη
γιόμισαν οάρια σάπια, εκείνον τον ταξιδιάρη
με ώρες που χάνονται γοργά ανάμεσα σε λάθη
χαζεύοντας από μακρυά του άγνωστου το τσιγάρο
που σβήνει κάτω από την βροχή
που χωρίς να το ανάψει τραβάει τζούρες δυνατές στον ουρανό να φτάσει
λίγη από την βεβαιότητα και λίγο από τον πόνο
να πάρει το ζευγάρι του γεμάτο από σκουπίδια
τροφές που μείνανε ανέγκιχτες ακόμη και από μύγες
σκουλίκια που δεν άντεξαν την δυσοσμοία.
Σε κάνη όπλων αμέτοχων, πλατείες ταξιδεύουν
γένια αξ΄ύριστα το πρόσωπό σου χαιδεύουν
τα χείλη τσιγάρο πια δεν κρατούν
στα κιτρινιασμένα δάχτυλα που δίχνουνε το μέλλον.
Χωρίς νερό, χωρίς τροφή, οι μπότες σε παγιδεύουν
και μόνο ζητάνε να σωθούν πέρα από τα βουνά
μέσα σε ρυάκια αλόβητα κάτω από τον ήλιο
χάνουν οι ποιητές τους οίστρους, σαν πόρνες που ζητάνε
αμόληντες περιμένοντας τραγούδια που δεν ξέρουν
ανήθικες πίσω από κουρτίνες κόκκινες
ελπίδα τους υπαγόρεψαν σε δάση από λύπος
εγκυμονόντας γατιά που γρατζουνάνε την κοιλιά σου
να τρέξουν μακριά σου κι εκείνα να σωθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου