Πήγε στην άκρη της βεράντας, έξω από το δωμάτιο της και στάθηκε γυμνή ενώ ο άνεμος χάιδευε το κορμί της. Ένα χάδι τρυφερό, που μέχρι τότε από άνθρωπο δεν είχε νιώσει. Άνοιξε τα χέρια της. Σαν να περίμενε κάποιον να αγκαλιάσει... σαν να ήθελε να δώσει μια και να πετάξει. Όμως δεν έκανε τίποτα. Στεκόταν εκεί γυμνή με τα χέρια ανοιχτά για αρκετή ώρα μέχρι που άκουσε φωνές και γέλια από κάπου μακριά. Όχι, όχι τόσο μακριά. Κάπου κοντά ήταν. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της. Μια παρέα συνομηλίκων της την κοιτούσαν και μιλάγανε μεταξύ τους. Δεν άκουγε τι έλεγαν αλλά άκουγε τα πνιχτά τους γέλια. «Δεν έχετε ιδέα τίποτα» άκουσε τον εαυτό της να τους φωνάζει και αμέσως μετά τον είδε να τους πετάει την γλάστρα με το γιασεμί που τόσο πολύ αγαπούσε η μητέρα της. Η γλάστρα προσγειώθηκε στο πρόσωπο του ενός παιδιού και αυτό με την σειρά του έπεσε στην άσφαλτο αφήνοντας μια κραυγή πόνου, πριν λιποθυμήσει.
Την ίδια ακριβώς κραυγή που είχε αφήσει και εκείνη όταν έμπαινε μέσα της.
Ταρακούνησε το κεφάλι της δεξιά αριστερά και ξανακοίταξε την παρέα. Κάτι της φωνάζανε. Δεν μπορούσε να ακούσει. Στα αυτιά της είχε την κραυγή της... τα βογκητά του. Τα δάκρυά της... τα χάδια του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε στο δωμάτιο της. Έκλεισε την μπαλκονόπορτα και έτρεξε γρήγορα στην ντουλάπα της. Φόρεσε ένα μακρύ και φαρδύ μαύρο πουλόβερ, το ταλαιπωρημένο φθαρμένο τζιν της και κρύφτηκε γρήγορα κάτω από τα σκεπάσματά της. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν... τι να τους έλεγε; Δεν ήθελε να δει κανέναν... τι θα αντίκριζαν;
Κάτω από τα σκεπάσματα μια μυρωδιά την είχε στοιχειώσει.
Ήταν η μυρωδιά του. Η μυρωδιά του αγγίγματος του, των υγρών του, του έρωτα που της έκανε χωρίς εκείνη να θέλει. Έκλεισε την μύτη της και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο.
Αλλά τι;
Ξαφνικά βρέθηκε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Προσπάθησε να κολυμπήσει μέχρι να φτάσει στο οξυγόνο, αλλά κάτι της κρατούσε το πόδι. Έκανε προσπάθειες, κουνιόταν πέρα δώθε, κλότσαγε το νερό αλλά δεν την άφηνε. Κολύμπησε προς τον βυθό να δει τι ήταν αυτό και τότε τον είδε. Της χαμογελούσε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ήταν το ίδιο φιλικός όπως ήταν πάντα. Την ρωτούσε πως ήταν. Πως είχε περάσει στο προνήπειο. Πως είχε πάει στο μπαλέτο. Δεν του μιλούσε. Μόνο τον παρακολουθούσε καθώς μίλαγε με τους γονείς της, καθώς άγγιζε το γόνατο της μητέρας της όταν ο πατέρας της δεν κοιτούσε.
Πνιγόταν.
Τα μαλλιά της είχαν φτιάξει μια θηλιά γύρω από τον λαιμό της και την σφίγγανε. Κάθε που πάλευε να τα λύσει αυτά σφίγγανε όλο και πιο πολύ μέχρι που πια δεν είχε αέρα και το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει. Τα μάτια της είχαν γουρλώσει και κοίταγε το κενό καθώς προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί. Δεν τους έβλεπε να έχει βάλει το ένα του χέρι βαθιά, ανάμεσα στα πόδια της μητέρας της όπως είχε κάνει και σε εκείνη λίγες ώρες πριν ενώ είχε ξεκουμπώσει τα κουμπιά του φορέματός της, αφήνοντας να ξεπροβάλει η σκληρή ρώγα της μητέρας της που μία την βύζαινε και μία την δάγκωνε, ενώ όλο της τραβούσε με το άλλο του χέρι τα μαλλιά της πίσω. Και η μητέρα της άφηνε πνιχτά βογκητά πόθου καθώς τα δάχτυλά του μπαίνανε πιο βαθιά, καθώς τα δόντια του σφίγγανε όλο και περισσότερο. «Μπαμπά» άκουσε τον εαυτό της να προσπαθεί να φωνάξει μα άντ' αυτού κατάφερε να το ψελλίσει. «Μπαμπάαα» έκανε ξανά και τους είδε να την κοιτάνε επικριτικά καθώς εκείνος έβγαζε το χέρι του από μέσα της ενώ με γρήγορες κινήσεις η μητέρα της προσπαθούσε να φτιάξει το φόρεμα και τα μαλλιά της. «Τι τον θες;» την ρώτησε με τα μάτια της να στάζουν κακία για τον πνιχτό οργασμό που είχε χάσει εξαιτίας της. Και εκείνη με την σειρά της κοιτούσε αυτόν που προσπαθούσε να κρύψει την στύση του. Την στύση αυτή που εξαιτίας της στο μέλλον θα έχανε όλους τους δικούς της οργασμούς.
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν και ένιωσε ντροπή να πλημμυρίζει κάθε σπιθαμή του εαυτού της. Έσκυψε γρήγορα το κεφάλι της και περιεργάστηκε τις μύτες των παπουτσιών της καθώς αναρωτιόταν τι ήταν ο οργασμός και πως αυτή η ιδέα της είχε καρφωθεί στο παιδικό μυαλό της.
Μα ένα ξαφνικό τράβηγμα του ποδιού της, την έβγαλε από τις σκέψεις αυτές και την παραίσθηση και την οδήγησε ξανά στην θάλασσα.
Από μακριά είδε μια φιγούρα να έρχεται γρήγορα προς το μέρος της. Έμοιαζε να πετάει μέσα στο νερό. Τα πράσινα μακριά μαλλιά της, σαν να χόρευαν. Όταν έφτασε πιο κοντά της είδε μια νεράιδα της θάλασσας. Μια γοργόνα. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο της και της φύσηξε οξυγόνο, ακουμπώντας τα χείλη της στα δικά της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και καθώς εισέπνεε το οξυγόνο έφερε την γλώσσα της στο στόμα της γοργόνας και άρχισε να την φιλάει με πάθος. Η γοργόνα έκανε να αποτραβηχτεί μα την κράταγε γερά κοντά της. Όπως την κράταγε και εκείνος όταν με την γλώσσα του προσπαθούσε να εξερευνήσει την στοματική της κοιλότητα. Βίαια. Βίαια όπως μπήκε μέσα της λίγες στιγμές αργότερα. Η γοργόνα πάλευε να ξεφύγει αλλά την κρατούσε γερά με τα πόδια της να έχουν φτιάξει έναν δυνατό κόμπο γύρω από την μέση της. Όταν πια την άφησε από το αρρωστημένο αγκάλιασμα της, το σώμα της γοργόνας νεκρό αιωρήθηκε προς την επιφάνεια την θάλασσας. Με μια απότομη κίνηση και χωρίς να νιώσει ούτε μια στιγμή τύψεις για τον θάνατο που είχε προκαλέσει πιάστηκε από την ψαρίσια ουρά της και σαν αλλόκοτη νεκρώσιμη πομπή το πτώμα αυτή την φορά οδήγησε τον ζωντανό. Καθώς ολοένα και ανέβαινε πιο κοντά στην επιφάνεια οι ηλιαχτίδες άρχισαν να χαϊδεύουν το κορμί της και γρήγορα απαγκιστρώθηκε από αυτή και κολύμπησε προς το οξυγόνο. «Θα με αφήσεις εδώ, μονάχη;» άκουσε την νεκρή να της λέει, όμως δεν γύρισε ούτε μια στιγμή να την κοιτάξει. Έτσι δεν μπόρεσε να αντικρίσει το όμορφο σώμα της νεράιδας των θαλασσών, που χρόνια και χρόνια καρτερικά περίμενε να δώσει το οξυγόνο της σε αυτήν όταν το χρειαζόταν, τώρα να σαπίζει και να αποσυντίθεται ενώ κομμάτια ολόκληρα από την παλιά ομορφιά της σάρκας της ξεκόλλαγαν και επέπλεαν γύρω της κοροϊδεύοντας την που έχασε την ζωή της για να βοηθήσει κάποιον που ποτέ δεν θα την ευχαριστούσε.
Σαν να άκουσε την κοροϊδία και τα πνιχτά τους γέλια θυμήθηκε τα αγόρια κάτω από την βεράντα της. «Τίποτα δεν ξέρετε... τίποτα» μονολόγησε ξανά αλλά δεν θέλησε να την κοιτάξει. Ήταν τόσες οι εικόνες που θα την στοίχειωναν για την υπόλοιπη ζωή της που πεισματικά μέχρι τελευταία ανάσα... Ανάσα! Ανάσα άλλη δεν είχε και η απόσταση μέχρι την επιφάνεια της θάλασσας έμοιαζε ατέρμονη. Κούναγε τα χέρια και τα πόδια της μανιασμένα μα στεκόταν συνεχώς στο ίδιο σημείο. Πάλευε όταν ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και έφερε τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της, εκεί που τέλειωνε η κουβέρτα. Αστραπιαία σχεδόν την τράβηξε μέχρι το ύψος του στέρνου της εκεί που ακόμα το στήθος της δεν είχε δημιουργηθεί και οι ροζ ρώγες που το διακοσμούσαν δεν θα έπρεπε κανέναν να σαγηνεύουν.
Ανασηκώθηκε και άναψε ένα τσιγάρο.
Το κάπνιζε χωρίς να σκέφτεται τίποτ’ άλλο πέρα από την υπόσχεση που είχε δώσει στον φίλο της από το πρόγραμμα πως δεν θα έπινε ποτέ ξανά. Ποτέ! Τέλειωσαν όλα για εκείνη. Τέλειωσαν. Είχε φτάσει πια 27 χρονών σχεδόν. Είχαν περάσει 23 περίπου χρόνια. Θα τα άφηνε πίσω της όλα. Όλα. Σε δυο μήνες έχει γενέθλια...
Έψαξε της τσέπες του φθαρμένου, ταλαιπωρημένου της τζιν και καθώς τα ακροδάχτυλά της άγγιζαν το χαρτί που είχε αγοράσει ένιωσε μια γαλήνη άγνωστη να την κυριεύει.
Δεν θα ξανάπινε ποτέ.
Μόνο μία τελευταία φορά.
Μία τελευταία και ποτέ ξανά.
Το συρτάρι ήταν γεμάτο με καρτέλες από τα χάπια που της έδινε ο ψυχίατρός της. Ηρεμιστικά, υπνωτικά, αγχολυτικά, αντιψυχωτικά.
Ό,τι θες μπορούσες να βρεις σε αυτό το συρτάρι.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν το μπουκάλι με την μαυροδάφνη που είχε στην τσάντα της.
Υποσχέθηκε στον φίλο της από το πρόγραμμα πως δεν θα έπινε ποτέ ξανά.
Μόνο μία τελευταία φορά.
Μόνο μία.
Και μετά τέλος.
Και μετά το τέλος.
Έκλεισε τα μάτια της ευτυχισμένη επιτέλους ύστερα από 23 περίπου χρόνια.
Δεν θα τα άνοιγε ποτέ ξανά.
Ποτέ... όπως και ποτέ δεν θα έπινε ξανά.
Δεν θα τα άνοιγε ξανά και έτσι δεν θα τους έβλεπε ξανά να την παρακολουθούνε ενώ καθόταν αδρανείς στο παιδικό της κρεβάτι.
Την Μάνα της, τον Αυτός, τον Πατέρας της.
Την ίδια ακριβώς κραυγή που είχε αφήσει και εκείνη όταν έμπαινε μέσα της.
Ταρακούνησε το κεφάλι της δεξιά αριστερά και ξανακοίταξε την παρέα. Κάτι της φωνάζανε. Δεν μπορούσε να ακούσει. Στα αυτιά της είχε την κραυγή της... τα βογκητά του. Τα δάκρυά της... τα χάδια του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε στο δωμάτιο της. Έκλεισε την μπαλκονόπορτα και έτρεξε γρήγορα στην ντουλάπα της. Φόρεσε ένα μακρύ και φαρδύ μαύρο πουλόβερ, το ταλαιπωρημένο φθαρμένο τζιν της και κρύφτηκε γρήγορα κάτω από τα σκεπάσματά της. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν... τι να τους έλεγε; Δεν ήθελε να δει κανέναν... τι θα αντίκριζαν;
Κάτω από τα σκεπάσματα μια μυρωδιά την είχε στοιχειώσει.
Ήταν η μυρωδιά του. Η μυρωδιά του αγγίγματος του, των υγρών του, του έρωτα που της έκανε χωρίς εκείνη να θέλει. Έκλεισε την μύτη της και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο.
Αλλά τι;
Ξαφνικά βρέθηκε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Προσπάθησε να κολυμπήσει μέχρι να φτάσει στο οξυγόνο, αλλά κάτι της κρατούσε το πόδι. Έκανε προσπάθειες, κουνιόταν πέρα δώθε, κλότσαγε το νερό αλλά δεν την άφηνε. Κολύμπησε προς τον βυθό να δει τι ήταν αυτό και τότε τον είδε. Της χαμογελούσε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ήταν το ίδιο φιλικός όπως ήταν πάντα. Την ρωτούσε πως ήταν. Πως είχε περάσει στο προνήπειο. Πως είχε πάει στο μπαλέτο. Δεν του μιλούσε. Μόνο τον παρακολουθούσε καθώς μίλαγε με τους γονείς της, καθώς άγγιζε το γόνατο της μητέρας της όταν ο πατέρας της δεν κοιτούσε.
Πνιγόταν.
Τα μαλλιά της είχαν φτιάξει μια θηλιά γύρω από τον λαιμό της και την σφίγγανε. Κάθε που πάλευε να τα λύσει αυτά σφίγγανε όλο και πιο πολύ μέχρι που πια δεν είχε αέρα και το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει. Τα μάτια της είχαν γουρλώσει και κοίταγε το κενό καθώς προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί. Δεν τους έβλεπε να έχει βάλει το ένα του χέρι βαθιά, ανάμεσα στα πόδια της μητέρας της όπως είχε κάνει και σε εκείνη λίγες ώρες πριν ενώ είχε ξεκουμπώσει τα κουμπιά του φορέματός της, αφήνοντας να ξεπροβάλει η σκληρή ρώγα της μητέρας της που μία την βύζαινε και μία την δάγκωνε, ενώ όλο της τραβούσε με το άλλο του χέρι τα μαλλιά της πίσω. Και η μητέρα της άφηνε πνιχτά βογκητά πόθου καθώς τα δάχτυλά του μπαίνανε πιο βαθιά, καθώς τα δόντια του σφίγγανε όλο και περισσότερο. «Μπαμπά» άκουσε τον εαυτό της να προσπαθεί να φωνάξει μα άντ' αυτού κατάφερε να το ψελλίσει. «Μπαμπάαα» έκανε ξανά και τους είδε να την κοιτάνε επικριτικά καθώς εκείνος έβγαζε το χέρι του από μέσα της ενώ με γρήγορες κινήσεις η μητέρα της προσπαθούσε να φτιάξει το φόρεμα και τα μαλλιά της. «Τι τον θες;» την ρώτησε με τα μάτια της να στάζουν κακία για τον πνιχτό οργασμό που είχε χάσει εξαιτίας της. Και εκείνη με την σειρά της κοιτούσε αυτόν που προσπαθούσε να κρύψει την στύση του. Την στύση αυτή που εξαιτίας της στο μέλλον θα έχανε όλους τους δικούς της οργασμούς.
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν και ένιωσε ντροπή να πλημμυρίζει κάθε σπιθαμή του εαυτού της. Έσκυψε γρήγορα το κεφάλι της και περιεργάστηκε τις μύτες των παπουτσιών της καθώς αναρωτιόταν τι ήταν ο οργασμός και πως αυτή η ιδέα της είχε καρφωθεί στο παιδικό μυαλό της.
Μα ένα ξαφνικό τράβηγμα του ποδιού της, την έβγαλε από τις σκέψεις αυτές και την παραίσθηση και την οδήγησε ξανά στην θάλασσα.
Από μακριά είδε μια φιγούρα να έρχεται γρήγορα προς το μέρος της. Έμοιαζε να πετάει μέσα στο νερό. Τα πράσινα μακριά μαλλιά της, σαν να χόρευαν. Όταν έφτασε πιο κοντά της είδε μια νεράιδα της θάλασσας. Μια γοργόνα. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο της και της φύσηξε οξυγόνο, ακουμπώντας τα χείλη της στα δικά της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και καθώς εισέπνεε το οξυγόνο έφερε την γλώσσα της στο στόμα της γοργόνας και άρχισε να την φιλάει με πάθος. Η γοργόνα έκανε να αποτραβηχτεί μα την κράταγε γερά κοντά της. Όπως την κράταγε και εκείνος όταν με την γλώσσα του προσπαθούσε να εξερευνήσει την στοματική της κοιλότητα. Βίαια. Βίαια όπως μπήκε μέσα της λίγες στιγμές αργότερα. Η γοργόνα πάλευε να ξεφύγει αλλά την κρατούσε γερά με τα πόδια της να έχουν φτιάξει έναν δυνατό κόμπο γύρω από την μέση της. Όταν πια την άφησε από το αρρωστημένο αγκάλιασμα της, το σώμα της γοργόνας νεκρό αιωρήθηκε προς την επιφάνεια την θάλασσας. Με μια απότομη κίνηση και χωρίς να νιώσει ούτε μια στιγμή τύψεις για τον θάνατο που είχε προκαλέσει πιάστηκε από την ψαρίσια ουρά της και σαν αλλόκοτη νεκρώσιμη πομπή το πτώμα αυτή την φορά οδήγησε τον ζωντανό. Καθώς ολοένα και ανέβαινε πιο κοντά στην επιφάνεια οι ηλιαχτίδες άρχισαν να χαϊδεύουν το κορμί της και γρήγορα απαγκιστρώθηκε από αυτή και κολύμπησε προς το οξυγόνο. «Θα με αφήσεις εδώ, μονάχη;» άκουσε την νεκρή να της λέει, όμως δεν γύρισε ούτε μια στιγμή να την κοιτάξει. Έτσι δεν μπόρεσε να αντικρίσει το όμορφο σώμα της νεράιδας των θαλασσών, που χρόνια και χρόνια καρτερικά περίμενε να δώσει το οξυγόνο της σε αυτήν όταν το χρειαζόταν, τώρα να σαπίζει και να αποσυντίθεται ενώ κομμάτια ολόκληρα από την παλιά ομορφιά της σάρκας της ξεκόλλαγαν και επέπλεαν γύρω της κοροϊδεύοντας την που έχασε την ζωή της για να βοηθήσει κάποιον που ποτέ δεν θα την ευχαριστούσε.
Σαν να άκουσε την κοροϊδία και τα πνιχτά τους γέλια θυμήθηκε τα αγόρια κάτω από την βεράντα της. «Τίποτα δεν ξέρετε... τίποτα» μονολόγησε ξανά αλλά δεν θέλησε να την κοιτάξει. Ήταν τόσες οι εικόνες που θα την στοίχειωναν για την υπόλοιπη ζωή της που πεισματικά μέχρι τελευταία ανάσα... Ανάσα! Ανάσα άλλη δεν είχε και η απόσταση μέχρι την επιφάνεια της θάλασσας έμοιαζε ατέρμονη. Κούναγε τα χέρια και τα πόδια της μανιασμένα μα στεκόταν συνεχώς στο ίδιο σημείο. Πάλευε όταν ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και έφερε τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της, εκεί που τέλειωνε η κουβέρτα. Αστραπιαία σχεδόν την τράβηξε μέχρι το ύψος του στέρνου της εκεί που ακόμα το στήθος της δεν είχε δημιουργηθεί και οι ροζ ρώγες που το διακοσμούσαν δεν θα έπρεπε κανέναν να σαγηνεύουν.
Ανασηκώθηκε και άναψε ένα τσιγάρο.
Το κάπνιζε χωρίς να σκέφτεται τίποτ’ άλλο πέρα από την υπόσχεση που είχε δώσει στον φίλο της από το πρόγραμμα πως δεν θα έπινε ποτέ ξανά. Ποτέ! Τέλειωσαν όλα για εκείνη. Τέλειωσαν. Είχε φτάσει πια 27 χρονών σχεδόν. Είχαν περάσει 23 περίπου χρόνια. Θα τα άφηνε πίσω της όλα. Όλα. Σε δυο μήνες έχει γενέθλια...
Έψαξε της τσέπες του φθαρμένου, ταλαιπωρημένου της τζιν και καθώς τα ακροδάχτυλά της άγγιζαν το χαρτί που είχε αγοράσει ένιωσε μια γαλήνη άγνωστη να την κυριεύει.
Δεν θα ξανάπινε ποτέ.
Μόνο μία τελευταία φορά.
Μία τελευταία και ποτέ ξανά.
Το συρτάρι ήταν γεμάτο με καρτέλες από τα χάπια που της έδινε ο ψυχίατρός της. Ηρεμιστικά, υπνωτικά, αγχολυτικά, αντιψυχωτικά.
Ό,τι θες μπορούσες να βρεις σε αυτό το συρτάρι.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν το μπουκάλι με την μαυροδάφνη που είχε στην τσάντα της.
Υποσχέθηκε στον φίλο της από το πρόγραμμα πως δεν θα έπινε ποτέ ξανά.
Μόνο μία τελευταία φορά.
Μόνο μία.
Και μετά τέλος.
Και μετά το τέλος.
Έκλεισε τα μάτια της ευτυχισμένη επιτέλους ύστερα από 23 περίπου χρόνια.
Δεν θα τα άνοιγε ποτέ ξανά.
Ποτέ... όπως και ποτέ δεν θα έπινε ξανά.
Δεν θα τα άνοιγε ξανά και έτσι δεν θα τους έβλεπε ξανά να την παρακολουθούνε ενώ καθόταν αδρανείς στο παιδικό της κρεβάτι.
Την Μάνα της, τον Αυτός, τον Πατέρας της.
2 σχόλια:
Όμορφα το ζωγράφισες θυμίζοντάς μου σκηνές του Νικολαίδη.
απίστευτο.. μ' άρεσε η περιγραφή αλλά μπορώ να πω ότι πιο πολύ απορροφήθηκα με την ιστορία και με το τέλος.
είχε έντονα συναισθήματα..
Δημοσίευση σχολίου